- ἀκανθόχοιρος
- ἀκανθό-χοιρος, ὁ,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀκανθόχοιρος — hedgehog masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακανθόχοιρος — Βλ. λ. σκαντζόχοιρος. * * * ο (Μ ἀκανθόχοιρος) σκαντζόχοιρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκανθα + χοῖρος] … Dictionary of Greek
ακανθόχοιρος — ο ο σκαντζόχοιρος (μικρόσωμο θηλαστικό): Ο ακανθόχοιρος είναι ζώο εξαιρετικά χρήσιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκανθόχοιροι — ἀκανθόχοιρος hedgehog masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκανθόχοιρον — ἀκανθόχοιρος hedgehog masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαντζόχοιρος — (erinaceus europaeus). θηλαστικό, της οικογένειας των Ακανθοχοιριδών, της τάξης των εντομοφάγων. Μήκους 30 περίπου εκ., από τα οποία 2 3 ανήκουν στην ουρά, ο σ. είναι διαδομένος με διάφορα υποείδη σ’ όλη σχεδόν την Ευρώπη, καθώς και στη Σιβηρία,… … Dictionary of Greek
άκανθα — Το αγκάθι, βελονοειδές έκφυμα των φυτών. Με το ίδιο όνομα υπάρχει και θάμνος που αριθμεί τρεις ποικιλίες, ά. η βασιλική, ά. η ινδική και ά. η αραβική καθώς και ένα δέντρο ιθαγενές της Αιγύπτου, γνωστό με την επιστημονική ονομασία ά. η αιγύπτια. Ά … Dictionary of Greek
ακανθόνωτος — η, ο (Α ἀκανθόνωτος, ον) αυτός που έχει αγκάθια στην επιφάνεια τής ράχης τού σώματος (π. χ. ο εχίνος, ο ακανθόχοιρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκανθα + νωτος < νῶτον] … Dictionary of Greek
εντομοφάγος — ο 1. αυτός που τρέφεται με έντομα 2. βοτ. φυτά που φύονται σε εδάφη πτωχά σε αζωτούχους ουσίες και τα οποία αιχμαλωτίζουν έντομα και τά απορροφούν 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα εντομοφάγα τάξη θηλαστικών που περιλαμβάνει περισσότερα από… … Dictionary of Greek
εχίνος — I (echinus). Θαλάσσιο ζώο, γνωστό κυρίως ως αχινός (βλ. λ.) II (Ανατ.). Ένα από τα τμήματα του πολύχωρου στομαχιού των μηρυκαστικών, το οποίο βρίσκεται μεταξύ του κεκρύφαλου και του ηνύστρου. Ο ε. δεν έχει αδένες και ο βλεννογόνος της εσωτερικής… … Dictionary of Greek
χοίρος — (γουρούνι, sus scropha domesticus, Συς). Θηλαστικό της οικογένειας των συϊδών, της τάξης των αρτιοδάκτυλων. Πιθανόν οι διάφορες φυλές του προέρχονται από τον αγριόχοιρο, ο οποίος άρχισε να εξημερώνεται από την εποχή του λίθου (ο αγριόχοιρος είναι … Dictionary of Greek